- καταβλάπτει
- καταβλάπτωhurt greatlypres ind mp 2nd sgκαταβλάπτωhurt greatlypres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
вреждати — ВРЕЖДА|ТИ (5*), Ю, ѤТЬ гл. 1. Вреждати (кого л., что л.) причинять вред, вредить: ничимь же врѣждати сихъ ихъже соудъ раздрѣшаѥтьсѩ. аще обличени быти не могоуть. (βλάπτειν) КЕ XII, 116б; ни ѥдино˫а ѥмоу крѣпости оставити. да не имать врѣждати… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κενόπρησις — κενόπρησις, ἡ (Α) ασθένεια τών αλόγων που σύμπτωμά της είναι το πρήξιμο τών λαγόνων («ὅταν ὁ ἵππος ἦ κατακρατούμένος ὑπὸ ξηρᾱς τροφῆς, ἥτις αὐτὸν καταβλάπτει καὶ δύσπνοιαν ποιεῑ καὶ πίμπρησι τὰς λαγόνας», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + πρῆσις … Dictionary of Greek